- ψευδέφοδος
- ψευδέφοδος, ἡ,A feigned attack, Polyaen.3.9.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδέφοδος — ἡ, Α ψεύτικη έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἔφοδος] … Dictionary of Greek
ψευδεφόδους — ψευδέφοδος feigned attack fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek